επιτριπτος

επιτριπτος
    ἐπίτριπτος
    ἐπί-τριπτος
    2
    1) досл. стертый, изношенный, перен. избитый
    

(μουσική Sext.)

    2) перен. тертый, хитрый
    

(κίναδος Soph.)

    οὑπίτριπτος, f ἡπίτριπτος in crasi Arph. — продувная бестия


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επιτριπτος" в других словарях:

  • επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος …   Dictionary of Greek

  • ἐπίτριπτος — accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'πίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑπίτριπτος — ἐπίτριπτος , ἐπίτριπτος accursed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίτριπτον — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc sg ἐπίτριπτος accursed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτριπτότατε — ἐπίτριπτος accursed masc voc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτριπτότατος — ἐπίτριπτος accursed masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτου — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτους — ἐπίτριπτος accursed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτων — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρίπτῳ — ἐπίτριπτος accursed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»